Σε ένα ιστορικό για την ύδρευση
της πόλης κτιριακό συγκρότημα στην
περιοχή των Σφαγείων, το παλιό Κεντρικό
Αντλιοστάσιο του άλλοτε Οργανισμού
Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (σήμερα Ε.Υ.Α.Θ.
Α.Ε.), στεγάζεται το Μουσείο Ύδρευσης.
Το συγκρότημα κατασκευάστηκε στα τέλη
του 19ου αιώνα (1890-94) σε απόσταση περίπου
1.500 μέτρων από τα δυτικά τείχη του
ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης. Τη
διαχείριση και εκμετάλλευση του έργου
της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης είχε
αναλάβει τότε η Οθωμανική Εταιρεία
Υδάτων (Compagnie Ottomane des Eaux de Salonique), την οποία
είχαν ιδρύσει Βέλγοι κεφαλαιούχοι το
1888 με έδρα την Κωνσταντινούπολη. Το έργο
κατασκεύασαν Βέλγοι τεχνικοί.
Η εγκατάσταση νέου, σύγχρονου
δικτύου ύδρευσης αποτέλεσε ένα από τα
σημαντικότατα έργα υποδομής που
υλοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη στα τέλη
του 19ου αιώνα (σιδηρόδρομοι, αεριόφως,
λιμάνι, τροχιόδρομοι, ηλεκτροδότηση).
Η κατασκευή του Κεντρικού Αντλιοστασίου
ανήκει στα έργα της πρώτης φάσης, που
περιέλαβε τα σημεία υδροληψίας από
αρτεσιανά φρέατα στην πεδιάδα της Σίνδου
-κοντά στο σημερινό Καλοχώρι-, καθώς
επίσης εγκαταστάσεις άντλησης, μεταφοράς
και δικτύου ύδρευσης. Το νερό έφτανε με
φυσική ροή στο Κεντρικό Αντλιοστάσιο,
από όπου με τη βοήθεια μεγάλων αντλιών
διοχετευόταν αρχικά σε δύο και στη
συνέχεια σε τρεις μεγάλες δεξαμενές
(Βλατάδων, Κασσάνδρου, Ευαγγελίστριας).
Σε αυτές προστέθηκε το 1924 και η δεξαμενή
της Καλλιθέας.
Το συγκρότημα του Κεντρικού
Αντλιοστασίου περιλάμβανε τρία κτίρια:
την κεντρική αίθουσα μηχανημάτων, το
λεβητοστάσιο και, σε συνέχεια με το
λεβητοστάσιο, μια στεγασμένη αποθήκη
κάρβουνου. Η κατοικία του διευθυντή,
στα ανατολικά του συγκροτήματος,
ολοκλήρωσε την κατασκευή.
Τα κτίρια του παλιού Κεντρικού
Αντλιοστασίου σχεδιάστηκαν και
κατασκευάστηκαν σε μια περίοδο κατά
την οποία η μεταλλική κατασκευή βρισκόταν
στο απόγειό της σε όλη την Ευρώπη. Έτσι,
παρόμοιες εγκαταστάσεις αντλιοστασίων
με τη χρήση αντίστοιχης τεχνολογίας
κατασκευάστηκαν την ίδια εποχή σε πολλές
ευρωπαϊκές πόλεις. Για την πόλη της
Θεσσαλονίκης το συγκρότημα αποτελεί
μια από τις παλιότερες πρότυπες
προκατασκευές.
Μέχρι το 1929 το αντλιοστάσιο
λειτούργησε με δύο ατμοκίνητες αντλίες.
Ωστόσο, η διαρκώς αυξανόμενη κατανάλωση
νερού οδήγησε στην ενίσχυση της αντλητικής
ικανότητάς του με την προσθήκη
πετρελαιοκίνητων μηχανών «Korting» το 1914
και το 1924. Η τοποθέτηση το 1929 ενός μεγάλου
πετρελαιοκινητήρα «ΜΑΝ», συνδεδεμένου
συγχρόνως με δύο αντλίες, σήμανε και το
τέλος της ατμοκίνησης.
Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στο
αντλιοστάσιο λειτουργούσαν πλέον
ηλεκτροκίνητες αντλίες. Η τροφοδοσία
τους με ηλεκτρικό ρεύμα γινόταν από
τρία ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη, ένα
αμερικανικής κατασκευής («Buckeye
-Westinghouse») και δύο αγλλικής («Mirrlees» -
«Brush»), που παραχωρήθηκαν και εγκαταστάθηκαν
στα πλαίσια της βοήθειας ανασυγκρότησης
της Ελλάδας. Ο νεότερος αυτός μηχανολογικός
εξοπλισμός, που διατηρείται έως σήμερα,
εξασφάλισε μέχρι τη δεκαετία του 1960 την
κίνηση των πέντε αντλητικών συγκροτημάτων,
που στη συνέχεια τροφοδοτήθηκαν από το
δίκτυο της ΔΕΗ και λειτούργησαν αδιάκοπα
έως και το 1978.
Το Κεντρικό Αντλιοστάσιο
λειτούργησε απρόσκοπτα έως το 1978. Το
1984 το Διοικητικό Συμβούλιο του τότε
Οργανισμού Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης
αποφάσισε τη μετατροπή του σε μουσείο.
Το 1987, μετά από πρόταση της 4ης Εφορείας
Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου
Πολιτισμού, χαρακτηρίστηκε διατηρητέο
μνημείο. Το έργο «Αποκατάσταση του
Κεντρικού Αντλιοστασίου και μετατροπή
του σε Μουσείο Υδρεύσεως» εντάχθηκε το
1995 στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό
Πρόγραμμα της Περιφέρειας Κεντρικής
Μακεδονίας (Β' Κ.Π.Σ.) και στο Πρόγραμμα
Έργων του ΟΠΠΕ-Θ '97 με ευθύνη του Υπουργείου
Πολιτισμού, υλοποιήθηκε δε από την 4η
Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων.
Το 2000 ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση των
τριών κτιρίων του ιστορικού συνόλου
μαζί με το μηχανολογικό τους εξοπλισμό
και διαμορφώθηκε ο περιβάλλων χώρος
συνολικής έκτασης 3.000 τ.μ. Η αλλαγή χρήσης
του διατηρητέου συγκροτήματος αποσκοπούσε
στη δημιουργία ενός μουσείου -
ζωντανού χώρου πολιτισμού, που θα
συνδυάζει το αποκατεστημένο αντλιοστάσιο
με τον ιστορικό του μηχανολογικό
εξοπλισμό σε λειτουργία και, παράλληλα,
θα αποτελεί κέντρο τεκμηρίωσης, έρευνας
και ανάδειξης ενός σημαντικού έργου
υποδομής για την πόλη.Την ίδια ώρα, το μουσείο, μέσα από οργανωμένες επισκέψεις σχολικών ομάδων, συνεισφέρει στη βιωματική επαφή των μαθητών με την ιστορία της υδροδότησης της Θεσσαλονίκης. Κατ’ επέκταση συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση των νέων πάνω σε θέματα εξοικονόμησης νερού και προστασίας του περιβάλλοντος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου