Καθηλωμένη σε επίπεδα που ελάχιστα ξεπερνούν το 20%, παραμένει η διείσδυση των γενοσήμων φαρμάκων στην ελληνική αγορά.
Παρά τις κυβερνητικές προσπάθειες που καταβάλλονται τα τελευταία τρία χρόνια, προκειμένου να φτάσει η χώρα μας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 60% στην κατανάλωση των γενοσήμων, μόλις το 22% των φαρμάκων που λαμβάνουν οι ασφαλισμένοι στην Ελλάδα είναι γενόσημα, γεγονός που μας κατατάσσει στην τελευταία θέση της σχετικής λίστας στην Ευρώπη. Βασικές αιτίες; Τα γενόσημα, αν και κυκλοφορούν χρόνια και σχεδόν όλοι τα έχουμε καταναλώσει, προωθήθηκαν στις αρχές του 2012 ως μνημονιακό μέτρο και από πολλούς πολίτες εξελήφθησαν ως μέσο υποβιβασμού της ποιότητας παροχής φροντίδας. Από την άλλη, οι πολιτικές προώθησής τους δεν συμπεριέλαβαν ποτέ κίνητρα προς γιατρούς και φαρμακοποιούς, το συμφέρον των οποίων κινείται σε αρκετές περιπτώσεις μάλλον στην αντίθετη κατεύθυνση - στη χορήγηση των πιο «ακριβών» φαρμάκων. Το υπουργείο Υγείας, μετά τρία χρόνια εφαρμογής της υποχρεωτικής συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας, έχει επιτρέψει να γράφεται ξανά εμπορική ονομασία σε συνταγές φαρμάκων, ως μια κίνηση προώθησης των γενοσήμων, η οποία θα φανεί αν αποδίδει σε 4-5 μήνες. Ωστόσο, δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν ότι διευρύνεται ξανά η κυριαρχία των γιατρών στη φαρμακευτική αγορά και ευνοούνται τα γενόσημα που έχουν συμφέρον να προωθήσουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις, ενώ και οι δανειστές της χώρας έχουν ζητήσει επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς «χωρίς εξαιρέσεις». Ειδικότερα, το 2012 θεσμοθετήθηκε με το σκεπτικό της αύξησης της χρήσης γενοσήμων η υποχρεωτική συνταγογράφηση της δραστικής ουσίας και ακολούθησε η οικονομική επιβάρυνση των ασφαλισμένων που θα επιλέξουν το πρωτότυπο από το φθηνότερο γενόσημό του. Αποτέλεσμα ουδέν. Λόγω των χαμηλών τιμών των φαρμάκων στην Ελλάδα, η διαφορά τιμής πρωτοτύπου και γενοσήμου είναι κάτι που «αντέχουν» πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι από την αρχή «φοβήθηκαν» τα γενόσημα. Οι γιατροί, αφού έγραφαν δραστική ουσία, δεν είχαν λόγο να προτείνουν γενόσημο. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις εμμέσως «συμβούλευαν» τους πάσχοντες να λάβουν το πρωτότυπο. Ως προς τους φαρμακοποιούς, όσο πιο ακριβό είναι το φάρμακο που πωλούν τόσο περισσότερο ρευστό μπαίνει στο ταμείο τους. Το υπουργείο Υγείας στις 27/4/2015 έδωσε τη δυνατότητα στους γιατρούς να γράφουν εμπορική ονομασία γενοσήμου ως «προτεινόμενο». Τρεις ημέρες αργότερα πήγε ένα βήμα πιο πέρα, επιτρέποντας την αναγραφή εμπορικής ονομασίας (πρωτότυπα και γενόσημα) σε φάρμακα για χρόνιες παθήσεις, που εκτιμάται ότι αφορούν στο 70% της φαρμακευτικής δαπάνης. Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή, πρόκειται για κίνηση που προβλέπεται από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η οποία γίνεται για να προωθηθούν περαιτέρω τα γενόσημα, υιοθετώντας ουσιαστικά και τη θέση της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας: «Το γενόσημο είναι θέμα εμπιστοσύνης. Kαι η εμπιστοσύνη στο φάρμακο ισοδυναμεί με το εμπορικό του όνομα». Δεν είναι λίγοι, πάντως, όσοι θεωρούν ότι ούτε η νέα παρέμβαση θα έχει αποτέλεσμα. Οπως εκτιμούν στην «Κ» στελέχη που γνωρίζουν καλά τον χώρο, το να επιτραπεί να γράφουν γιατροί εμπορική ονομασία ευνοεί μόνο τα «ακριβά» γενόσημα και γενικά αυτά που θα θελήσουν να προωθήσουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή, στη Δυτική Ευρώπη η διείσδυση των γενοσήμων είναι υψηλή, σε αντίθεση με τον Νότο. Το 2013 στη Γερμανία η διείσδυση των γενοσήμων σε όγκο έφτανε το 72%, στην Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο το 65%, όταν στην Ιταλία ήταν στο 41%, στην Πορτογαλία στο 48% και στην Ισπανία στο 49%. Οπως ανέφερε στην «Κ» στέλεχος της αγοράς φαρμάκου, είναι «θέμα ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας διαφορετικής, αλλά και κινήτρων. Σε πολλές χώρες το πρωτότυπο είναι ένα ακριβό φάρμακο σε σχέση με το γενόσημο, οπότε το οικονομικό κίνητρο για τον ασθενή είναι ουσιαστικό. Επίσης, στην Ελλάδα τα γενόσημα προωθήθηκαν στη χειρότερη δυνατή στιγμή, ως μνημονιακό μέτρο, και από πολύ κόσμο εξελήφθησαν ως φάρμακα δεύτερης κατηγορίας. Αυτό που χρειάζεται είναι κίνητρα και ενημέρωση. Να εκπαιδευτεί ο νέος γιατρός να γράφει γενόσημα, να εκπαιδευτούν και οι νέοι ασθενείς. Είναι όμως μια προσπάθεια που θέλει χρόνο για να αποδώσει».
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου